Η έκφραση «in situ» στην λατινική γλώσσα σημαίνει «επί τόπου». Ο όρος in situ καρκίνος μαστού θα μπορούσε να αποδοθεί με ελεύθερη μετάφραση ως «τοπικός καρκίνος μαστού». Διακρίνεται στο πορογενές καρκίνωμα in situ (Ductal Carcinoma In Situ, DCIS) και στο λοβιακό καρκίνωμα in situ (Lobular Carcinoma In Situ, LCIS).
In Situ Καρκίνος Μαστού
In Situ Καρκίνος Μαστού
Η έκφραση «in situ» στην λατινική γλώσσα σημαίνει «επί τόπου».
Ο όρος in situ καρκίνος μαστού θα μπορούσε να αποδοθεί με ελεύθερη μετάφραση ως «τοπικός καρκίνος μαστού».
Διακρίνεται στο πορογενές καρκίνωμα in situ (Ductal Carcinoma In Situ, DCIS) και στο λοβιακό καρκίνωμα in situ (Lobular Carcinoma In Situ, LCIS).
Το πορογενές καρκίνωμα in situ (Ductal Carcinoma In Situ, DCIS) αποτελείται από καρκινικά κύτταρα που αναπτύσσονται μέσα σε ένα γαλακτοφόρο πόρο τα οποία, σε αντίθεση με τον διηθητικό καρκίνο, δεν διασπούν την βασική του μεμβράνη, δεν επεκτείνονται πέρα από αυτόν και δεν μπορούν να δώσουν μεταστάσεις.
Αυτό συμβαίνει γιατί τα κύτταρα αυτά δεν διαθέτουν τις απαραίτητες βιολογικές ικανότητες για μετακίνηση και επιβίωση μακριά από την αρχική τους θέση.
Χωρίς δυνατότητα για μεταστάσεις, το DCIS, δεν αποτελεί απειλή για την ζωή.
Το πρόβλημα με το DCIS είναι πως, αν δεν αντιμετωπισθεί, σε ποσοστό περίπου 50%, θα μετατραπεί σε διηθητικό καρκίνο του μαστού που μπορεί να απειλήσει την ζωή με μεταστάσεις.
Στο 90% των περιπτώσεων το πορογενές in situ καρκίνωμα δεν δίνει συμπτώματα και γίνεται αντιληπτό στην προληπτική μαστογραφία με τη μορφή μικροεπασβεστώσεων.
Σε λίγες περιπτώσεις μπορεί να υπάρχουν ευρήματα και στο υπερηχογράφημα.
Στο 10% των περιπτώσεων μπορεί να δώσει συμπτώματα όπως ψηλαφητό ογκίδιο, έκκριμα (υγρό) από τη θηλή του μαστού ή δερματική βλάβη στη θηλή του μαστού (Νόσος του Paget).
Η διάγνωση γίνεται ιστολογικά με βιοψία με βελόνη.
Η αντιμετώπιση του πορογενούς in situ καρκινώματος περιλαμβάνει την πλήρη χειρουργική αφαίρεση της βλάβης και την ακτινοθεραπεία του μαστού.
Η ακτινοθεραπεία στοχεύει στην μείωση της πιθανότητας επανεμφάνισης κακοήθειας.
Σε παρουσία DCIS σε μεγάλη έκταση του μαστού μπορεί να χρειαστεί μαστεκτομή. Στην περίπτωση αυτή συνήθως δεν απαιτείται ακτινοθεραπεία.
Όταν τα καρκινικά κύτταρα έχουν θετικούς ορμονικούς υποδοχείς, δηλαδή η ανάπτυξη τους εξαρτάται από την παρουσία οιστρογόνων, η ορμονοθεραπεία (χορήγηση ταμοξιφένης) μειώνει τις πιθανότητες επανεμφάνισης κακοήθειας, τόσο στον χειρουργημένο όσο και στον άλλο μαστό.
Το λοβιακό καρκίνωμα in situ (Lobular Carcinoma In Situ, LCIS), στην πραγματικότητα, δεν αποτελεί καρκίνο αλλά παράγοντα υψηλού κινδύνου για ανάπτυξη κακοήθειας στο μαστό.
Δεν παράγει συμπτώματα και δεν έχει κάποια ιδιαίτερα απεικονιστικά ευρήματα.
Συνήθως είναι τυχαίο εύρημα σε υλικό βιοψίας με βελόνη ή σε χειρουργικά παρασκευάσματα.
Γυναίκες με διάγνωση LCIS χαρακτηρίζονται υψηλού κινδύνου με πιθανότητα ανάπτυξης καρκίνου 25-30% στον μαστό που βρέθηκε η βλάβη και 20-25% στον άλλο μαστό στην επόμενη 20ετία.
Εφ’ όσον το LCIS δεν αποτελεί τοπικό πρόβλημα δεν απαιτεί και καμία τοπική θεραπεία όπως η χειρουργική αφαίρεση και η ακτινοθεραπεία.
Στις περισσότερες περιπτώσεις η βλάβη έχει θετικούς ορμονικούς υποδοχείς και η γυναίκες ωφελούνται από την ορμονοθεραπεία (χορήγηση ταμοξιφένης για πέντε χρόνια).
Η ορμονοθεραπεία μειώνει τον κίνδυνο ανάπτυξης κακοήθειας στους μαστούς κατά 50% περίπου.
Επιπλέον, οι γυναίκες αυτές θα πρέπει να υποβάλλονται σε συχνό προληπτικό έλεγχο (προληπτικός έλεγχος γυναικών υψηλού κινδύνου).
Η προφυλακτική μαστεκτομή (προφυλακτική αφαίρεση και των δύο μαστών) για μείωση του κινδύνου δεν προτείνεται.
Ίσως να έχει θέση σε ελάχιστες περιπτώσεις με βαρύ οικογενειακό ιστορικό.